- κατανίπτης
- κατανίπτηςwashermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατανίπτης — κατανίπτης, ὁ (Α) [κατανίπτω] (στην Αθήνα) ονομασία εκείνου που έπλενε τα κάτω μέρη τού πέπλου τής Πολιάδος Αθηνάς … Dictionary of Greek
Καλλυντήρια — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν της Πολιάδος Αθηνάς. Συνδεόταν αναπόσπαστα με τη γιορτή των Πλυντηρίων. Κατά τον λεξικογράφο Φώτιο, τελούσαν τη γιορτή στις 19 του μήνα Θαργηλιώνα (Μαΐου). Τα Κ. ήταν η προπαρασκευαστική γιορτή του… … Dictionary of Greek